ἐντυπή

ἐντυπή
ἐντῠπ-ή, ,
A plan, scheme, PSI5.502.20 (iii B. C.).
II pattern, PGiss.12.6 (ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διακήρυξη — η (AM διακήρυξις, εως) [διακηρύσσω] νεοελλ. 1. έγγραφη ή έντυπη αναγγελία, γνωστοποίηση προς το κοινό 2. επίσημη δήλωση θεμελιωδών αρχών ή επιδιώξεων 3. έγγραφη ανακοίνωση μιας κυβέρνησης προς άλλες κυβερνήσεις με την οποία καθορίζεται η στάση… …   Dictionary of Greek

  • εικονογραφία — Η τυπική απεικόνιση στα έργα τέχνης ιστορικών, μυθολογικών και θρησκευτικών προσώπων και θεμάτων με τα διακριτικά τους σύμβολα ή γνωρίσματα, όπως έχουν καθοριστεί από την παράδοση και το δόγμα. Για παράδειγμα, ένας αετός ή ένας επιβλητικός ώριμος …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • νεκρολογία — η 1. αποχαιρετισμός και βραχεία εξιστόρηση τής ζωής, τής δράσης και τών αρετών ατόμου που πέθανε, κατά την κηδεία του 2. έγγραφη και έντυπη πραγματεία αφιερωμένη στη μνήμη ατόμου που πέθανε, δημοσίευμα για τη ζωή, τη δράση και τις αρετές τού… …   Dictionary of Greek

  • προκήρυξη — η / προκήρυξις, ύξεως, ΝΑ [προκηρύσσω] διακήρυξη, γνωστοποίηση μέσω κήρυκα, διαλάλημα, τελάλισμα νεοελλ. 1. επίσημη δημόσια προαναγγελία που αναφέρεται σε μελλοντική ενέργεια (α. «προκήρυξη δημοπρασίας» β. «προκήρυξη διαγωνισμού») 2. έντυπη… …   Dictionary of Greek

  • τοιχοκόλλημα — το, Ν 1. καθετί που τοιχοκολλάται και, ιδίως, γραπτή ή έντυπη γνωστοποίηση ή διαφήμιση 2. η τοιχοκόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχοκολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • Δούκας, Δημήτριος — (Χάνδακας, Κρήτη 1480 – Ρώμη 1527;). Λόγιος και εκδότης. Υπήρξε πρωτεργάτης της αναγέννησης των κλασικών σπουδών στην Ισπανία. Για τα νεανικά χρόνια και τις σπουδές του δεν υπάρχει σχεδόν κανένα στοιχείο. To 1508 9 αναφέρεται ως στενός συνεργάτης …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • καραμανλίδικη φιλολογία — Συμβατικός όρος που χαρακτηρίζει το σύνολο των έργων της τουρκόφωνης ελληνικής φιλολογίας, δηλαδή των κειμένων που γράφτηκαν σε τουρκική γλώσσα, αλλά από Έλληνες συγγραφείς και με ελληνικούς χαρακτήρες και κυκλοφορούσαν σε χειρόγραφη ή έντυπη… …   Dictionary of Greek

  • Κιγάλας, Ματθαίος — (Λευκωσία 1590; – Βενετία 1642). Λόγιος ιερέας και εκδότης. Ήταν πατέρας του Ιλαρίωνα Κιγάλα (βλ. λ.). Το 1630 εγκαταστάθηκε στη Βενετία ως εφημέριος του ναού της ελληνικής παροικίας. Παράλληλα, όμως, ασχολήθηκε με εκδόσεις κυρίως λειτουργικών… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Άργους — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους στεγάζει ευρήματα από τη μεσοελλαδική εποχή (2000 1600 π.Χ.) έως και τον 6ο αι. μ.Χ., αψευδείς μάρτυρες της συνεχούς κατοίκησης της περιοχής της Αργολίδας αλλά και της πόλης του Άργους ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”